Στέλιος Πελασγός Δρ.

Παραμύθι, μύθος, θρύλος και η ενσάρκωση τους     steliospelasgos@yahoo.gr

 ΝΑΣΡΑΝΤΙΝ ΧΟΤΖΑΣ: Ιστορίες ενός Σοφού ή ενός Σαλού

Ο Χότζας ενσωματώνει εύθυμες λαϊκές ιστορίες από την Αρχαία Ελλάδα, μύθους του Αισώπου και όλων των λαών της Ανατολικής Μεσογείου, κ.α. Είναι γέφυρα λαϊκής σοφίας που περνούν λαοί που χωρίζονται από ποτάμια αίματος και ιστορικές έχθρες. Το αρχέτυπο του Σοφού -Σαλού (Αίσωπος, Σωκράτης, δια Χριστόν σαλοί, Καραγκιόζης, Θεόφιλος κ.α.) αποτελεί το θεμέλιο κεφιού και γέλιου της Ανατολικής πνευματικότητας και βασικό συστατικό του έργου του Σ. Πελασγού.

Το αρχέτυπο του Σοφού Σαλού

Ο Σοφός Σαλός είναι ο Δάσκαλος μου, ο Μάστορας μου και πασχίζω να ακολουθήσω την διδαχή του.
Κάποτε, όταν είμαι τυχερός, τον πετυχαίνω σε κάποιο τσιπουράδικο ανάμεσα σε υπαρκτούς και ιδεατούς, ζώντες και κεκοιμημένους συντρόφους του, και με καλεί κοντά του να με κεράσει. Μετά από μερικά εικοσιπενταράκια αρχίζω να ξεχωρίζω κι εγώ τις άλλες σκιές που βρίσκονται στην παρέα μας. Πρώτος και καλύτερος είναι ο πατριώτης του παππού μου, του Γιαννάκη Παπαιωάννου από την Σμύρνη, ο Ναστραντίν Χότζας. Στο πλάι του μετρά το κομποσκοίνι ένας βυζαντινός καλόγερος, ένας αββάς με αγαθό βλέμμα και παιδικό χαμόγελο, ένας «δια Χριστόν σαλός». Βασανισμένοι άνθρωποι όλη η παρέα, φτωχοί και καταφρονεμένοι. Ένας αρχαίος σκλάβος που μιλά σπαστά τα ελληνικά, αγράμματος και καμπούρης που τον φώναζαν Αίσωπο. Είναι φίλος καρδιακός με τον Κούρδο λαθρομετανάστη (ίδια βάσανα, ίδια ρίζα) που δουλεύει στην κουζίνα του τσιπουράδικου και γι’ αυτό στο τραπέζι των Σοφών Σαλών έρχονται πάντα οι καλύτεροι μεζέδες. Ούτε που προλαβαίνουμε βέβαια να τους δοκιμάσουμε γιατί μαζί μας κάθεται κι η Σκια που τους καταβροχθίζει, ο άλλος ο καμπούρης, αιώνια πεινασμένος και αχόρταγος που τον είπαν Καραγκιόζη γιατί το αρχαίο όνομα του είχε ξεχαστεί. Ευτυχώς που έχουμε και τον φιλόσοφο που κάνει το πνεύμα μας να απομακρύνεται από τους χαμένους μεζέδες. Όλοι στίβουμε το μυαλό μας όταν ακούμε το Σωκράτη. Μόνο ο Παπαδιαμάντης που κάθεται δίπλα του μπορεί και χαμογελά με το μάταιο της απορίας και δεν ξεχνά να ξαναγεμίσει το ποτήρι του. 
Ο μόνος που δεν ασχολείται με τον λόγο στην παρέα, ο μόνος που δεν μιλά και μοιάζει και να μην ακούει, είναι εκείνος ο κοντούλης ο μασκαράς που όλο έχει καρφωμένα τα μάτια στους άδειους τοίχους σαν να περιεργάζεται κάτι που εμείς οι υπόλοιποι δεν καταφέρνουμε να δούμε. Με την φουστανέλα και το γιαταγάνι του μοιάζει μαθητούδι του Δημοτικού που ετοιμάζεται να πει το ποίημα του για την 25η Μαρτίου. Αν δεν τον αγριοκοίταζαν οι υπόλοιποι μουρλοί της παρέας κάθε που πασπάτευε το σελάχι του, θα είχε ανασύρει χρώματα και πινέλα και θα είχε ορμήσει στους άδειους τοίχους ο Θεόφιλος να τους γεμίσει με τα οράματα της παραμυθένιας πατρίδας στην οποία κατοικεί μόνιμα η όραση και η ψυχή του.
Έχουμε και επισκέπτες συχνά σε αυτή την αλλόκοτη παρέα, Σοφούς Σαλούς από την Ανατολή που τους ξεβράζει ο Δρόμος του Μεταξιού στο τραπέζι μας, Ιάπωνες μοναχούς του στοχαστικού βουδισμού Ζεν, σούφι δερβίσηδες παρέα με τον άραβα τρελό, τον Τζουχά και εκείνο τον άλλο αγαθιάρη, τον Αμπού Νουάς. Έρχονται και κάποιοι από την Δύση βέβαια, μεσογειακοί κι αυτοί που κάνουν τον δρόμο ανάποδα επιστρέφοντας. Ο Τζα(χ) από την Μάλτα και ο Τζουφά από την Σικελία. Όταν είναι καλός καιρός και το τραπέζι μας είναι έξω έρχεται και πιάνει κουβέντα με τις γάτες που ζητιανεύουν ψαροκέφαλα, κι ο άλλος ο Ιταλιάνος Σοφός Σαλός, ο Φραντζέσκος από την Ασίζη, ο φτωχούλης του Θεού.
Μοιάζουν παράταιροι κι ανόμοιοι μεταξύ τους όλοι αυτοί, το ξέρω. Μα συνεννοούνται μια χαρά σας βεβαιώνω, κι οι ιστορίες που λέγονται για λόγου τους είναι πολλές. 
Ο Ναστραντιν Χότζας δεν είναι μονάχα η επιτομή αυτής της παράδοξης σοφίας της καθ’ υμάς Ανατολής και της Ελλάδας, αλλά αποτέλεσε για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας (καθώς θυμούμαι κι εγώ από τον Σμυρνιό παπού μου) ένα από τα θεμέλια της ιδιοπροσωπίας τους, της ιδιαίτερης πολιτιστικής τους ταυτότητας.